Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.

Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.
Να μικρύνουμε τις αποστάσεις, να φτιάξουμε γειτονιές διαδικτυακές, να ακούσουμε τον θόρυβο του διπλανού, τον αναστεναγμό και το τραγούδι του,
το γέλιο του και την κραυγή του.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

- Πες μου επιτέλους ξεκάθαρα τι εννοείς ! - περίμενα να το είχες καταλάβει χωρίς να σου το πω!


Πολύ συχνά δεν έχει σημασία αυτό που λέμε, αλλά ο τρόπος που το λέμε.
Σε κάθε σχέση μας, στο σπίτι, στη δουλειά μας ή ακόμη και σε μια συνάντηση, ο τρόπος που επικοινωνούμε καθορίζει πιο σημαντικά το αποτέλεσμα απ’ ότι το νόημα που περιέχουν εκείνα που λέμε κι εκείνα που ακούμε να μας λένε.

Αυτό που καταλαβαίνουμε δεν είναι ποτέ σχεδόν ακριβώς το ίδιο με το νόημα ή το μήνυμα που ο άλλος ήθελε με τα λόγια του να εκφράσει. Ωστόσο είναι κυρίως ο τρόπος που μας το μετέδωσε, που φανερώνει εκείνο που τα λόγια του συγκάλυψαν ή ωραιοποίησαν. Ο τόνος της φωνής, το χρώμα και ο κυματισμός της, ο ρυθμός της ομιλίας (αργά ή γρήγορα), ο συντονισμός της στο δικό μας ύφος, καθώς και οι απλές εναλλαγές των φράσεων περιέχουν το μεγαλύτερο φορτίο του νοήματος.

Η πυροδότηση μεγάλων παρεξηγήσεων από ασήμαντες συνήθως διαφορές είναι το καθημερινό πρόβλημα που καταστρέφει εκείνο που οι προθέσεις μας προσδοκούσαν σε μια σχέση, σε μια συναναστροφή ή σε μια επαγγελματική συναλλαγή. Αυτό που “από το τίποτα”, εντελώς απρόσμενα, αποτελεί τη σκανδάλη μιας πυροδοτούμενης παρεξήγησης είναι αυτό που η επικοινωνιολόγος - γλωσσολόγος Ντέμπορα Τάννεν αποκαλεί “διαφορές στο συνομιλητικό στυλ” (διαβάστε το βιβλίο της με τίτλο ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΑ ΑΥΤΟ – εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ).

Στη μακρόχρονη επαγγελματική εμπειρία μου είδα πολλές τέτοιες παρεξηγήσεις να οδηγούν σε συγκρούσεις, να καταστρέφονται σχέσεις εργαζομένων με τους προϊσταμένους και τη διοίκηση. Είδα όμως πολλές φορές να συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή να λύνονται φαινομενικά περίπλοκα θέματα και να σβήνουν φωτιές, με έναν απλό χειρισμό κατευνασμού των πνευμάτων, από κάποιον που εξέπεμψε μήνυμα συμφιλίωσης με λιτά λόγια και με φτωχά ή απλά επιχειρήματα αλλά με τρόπο (π.χ. χαμόγελο, ήρεμη φωνή με σταθερό τόνο) που εξέπεμπε ένα μήνυμα που οδηγούσε τη διαπραγμάτευση σε διαφορετικό δρόμο από αυτόν της σύγκρουσης.

Οι σχέσεις μας καθημερινά βελτιώνονται ή φθείρονται από τον τρόπο που συνομιλούμε.

Μερικές φορές οι εντάσεις σε μια συνομιλία δεν δικαιολογούνται με τη λογική από αυτά που ακριβώς λέγονται. Εξηγούνται όμως από τις πραγματικές διαφορές που προϋπάρχουν ανάμεσα στους συνομιλητές και κυρίως από τα συσσωρευμένα αρνητικά συναισθήματα που θέλουν μια διέξοδο, μια οποιαδήποτε αφορμή για να εξωτερικευτούν.

Αν προϋπάρχει θυμός, πίκρα και απογοήτευση για προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν από τον άλλον, όλα αυτά καραδοκούν σε κάθε συνομιλία και εκφράζονται χωρίς να τα ελέγχουμε τόσο με τη φωνή όσο και με τις εκφράσεις του προσώπου και του σώματος αλλά και με τον συνδυασμό φράσεων που είναι τυποποιημένες, λακωνικές και γεμάτες υπαινιγμούς.

Στις στενές και μακροχρόνιες σχέσεις, όπως ανάμεσα σε δύο συζύγους ή ανάμεσα σε έναν γονέα και το παιδί του, υπάρχουν καθιερωμένες στυλιζαρισμένες φράσεις, πολλές φορές και σύντομοι διάλογοι, που περιέχουν τους ίδιους κάθε φορά υπαινιγμούς και επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα. Εκείνος που παρευρίσκεται σαν ξένος παρατηρητής σε μια τέτοια συνομιλία δεν θα μπορέσει να παρατηρήσει τα υπαινικτικά νοήματα που ανταλλάσσονται μπροστά του κάτω από τις λέξεις και τις φράσεις του διαλόγου. Δεν θα μπορέσει να αποκωδικοποιήσει, μέσω της λογικής ερμηνείας, την “συνομιλία των συναισθημάτων”, που υποκρύπτεται πίσω από τη συνομιλία των λέξεων. Θα δει το δέντρο του λόγου και θα χάσει το δάσος των συναισθημάτων.

Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα τέτοιων συνομιλιών. Ας δούμε για να σχολιάσουμε, ένα τέτοιο τυπικό που πολλοί θα αναγνωρίσετε:
Στο σαλόνι όπου κάθεται μόνη το απόγευμα η μητέρα μιας 18χρονης, εμφανίζεται η κόρη της.
- Τώρα είπε στις ειδήσεις ότι ο καιρός θα αλλάξει απότομα ως το βράδυ - λέει η μάνα.
- Αυτά έχω, αυτά φοράω – απαντά η κόρη.
- Είσαι αχάριστη – λέει η μάνα και βουρκώνει ελαφρά.
- Είσαι μια εκβιάστρια – ανταπαντά η κόρη.
Τότε η μητέρα γίνεται έξαλλη, αντιδρά με φωνές και κλάματα και βλέπει την κόρη να φεύγει χτυπώντας την πόρτα πίσω της.

Σε πρώτο άκουσμα η εξέλιξη αυτής της συνομιλίας φαίνεται επιεικώς παράλογη. Η μάνα ξεκίνησε την κουβέντα επειδή είδε ότι η κόρη ήταν ντυμένη πολύ ελαφρά, έτοιμη για έξοδο.

Στην πραγματικότητα η μάνα ήθελε να ρωτήσει την κόρη της αν πράγματι ετοιμάζεται για βραδινή έξοδο, αν θα γυρίσει νωρίς ή αργά, με ποιους θα βγει και που θα πάει και στη συνέχεια να δώσει και μια σειρά συμβουλές ή να βάλει όρους για την έξοδο της κόρης. Αντί λοιπόν να ρωτήσει ευθέως, έκανε μια εισαγωγή για τον καιρό, υπονοώντας ταυτόχρονα το ελαφρύ ντύσιμο της κόρης, που η κόρη όμως γνώριζε ότι η μάνα θεωρούσε όχι και τόσο σεμνό. Βαθιά πίσω από τα λόγια της μάνας υπήρχε ταυτόχρονα και το ερώτημα: - Πάλι μόνη μου θα με αφήσεις μέσα στην αγωνία μου να σε περιμένω να γυρίσεις ασφαλής;

Η κόρη από τη μεριά της γνώριζε το μοτίβο των ερωτήσεων μιας τέτοιας περίστασης που επαναλαμβανόταν συχνά με ερωτήσεις – προλόγους – ή με ερωτήσεις που ψάρευαν την αλήθεια, που η μάνα δεν ρωτούσε ποτέ ευθέως για να την μάθει. Έτσι ανταποδίδοντας το στυλ συνομιλίας η κόρη, κάνει πως δεν καταλαβαίνει τα πραγματικά κρυμμένα ερωτήματα και αντεπιτίθεται σε μια κουβέντα για την ανεπάρκεια της γκαρνταρόμπας της. Η μητέρα την αποκαλεί αχάριστη, που σε πρώτο επίπεδο εννοεί αντιθέτως την υπερεπάρκεια των ρούχων της κόρης αλλά υποκρύπτει σε βαθύτερο επίπεδο την πίκρα της για την αγωνία της που δεν συναισθάνεται η κόρη. Βουρκώνει και μεταδίδει στη κόρη τα συναισθήματά της φορτώνοντάς την για μια ακόμη φορά με ενοχές αχαριστίας προς τη μάνα.

Η κόρη τότε, στριμωγμένη για ακόμη μια φορά στη γωνία, αντεπιτίθεται πιο σκληρά για να βγει από το αδιέξοδο μιας τέτοιας συνομιλίας αλλάζοντας στυλ, σταματώντας το παιχνίδι των υπαινιγμών και απευθύνοντας στη μάνα ευθέως την κατηγορία για καταπιεστική συμπεριφορά που ασκείται με το γάντι από τη μάνα. Όμως η κόρη δεν λέει στη μάνα της “πες μου ξεκάθαρα τι θέλεις πάλι να μου πεις” αλλά εκφράζει με κυνικό τρόπο την αλήθεια των δικών της συναισθημάτων, χαρακτηρίζοντας “εκβιάστρια” την μάνα.

Η μάνα δεν αντιλαμβάνεται την υπερβολική αντίδραση της κόρης, καταλαβαίνει ότι η συνομιλία καταστράφηκε και πικραμένη στο έπακρο από την τελευταία λέξη της κόρης, δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει καθώς όλα τα αρνητικά συναισθήματά της αναδύονται τώρα εκρηκτικά και ανεξέλεγκτα σαν λάβα από κοιμισμένο ηφαίστειο.

Η συνομιλία αυτή θα μπορούσε εύκολα να έχει εξελιχθεί σε μια πιο ήρεμη διευθέτηση των συγκρουόμενων απαιτήσεων των δύο πλευρών. Θα μπορούσαν να έχουν βγει από τη συνομιλία είτε κερδισμένες και οι δύο είτε συμβιβασμένες άσχετα από τις αρχικές τους διαθέσεις. Τα υπάρχοντα αρνητικά συναισθήματα δεν θα είχαν πυροδοτηθεί και η βαλβίδα εκτόνωσής τους δεν θα είχε λειτουργήσει. Αυτό θα είχε γίνει αν η κάθε πλευρά εξέφραζε πιο ξεκάθαρα αυτό που ήθελε από την άλλη, με λιγότερους υπαινιγμούς.

Κάποιες φορές αυτές οι εντάσεις στη συνομιλία και τα μπερδέματα προκύπτουν όταν πραγματικά δεν υπάρχει καμία ουσιαστική σύγκρουση απόψεων ή σύγκρουση απαιτήσεων. Συμβαίνουν ακόμη και όταν όλοι μας προσπαθούμε ειλικρινά να συμβιβαστούμε. Αυτό ακριβώς το γεγονός συνιστά τον τύπο της κακής επικοινωνίας που μας τρελαίνει. Οι εντάσεις και τα μπερδέματα σε αυτές τις περιπτώσεις προκαλούνται από διαφορές που έχουμε στο συνομιλητικό μας ύφος – στυλ – ή από τους πολλούς υπαινιγμούς που δεν γίνονται αντιληπτοί, ή από τη διαφορετική βάση εκκίνησης του καθενός, ακόμη και από τη διαφορετική κουλτούρα.

Μια τέλεια συντονισμένη συνομιλία είναι το όραμα για μια κοινωνία της αλληλοκατανόησης και της συνδιαλλαγής, το βασίλειο της λογικής. Τίποτε άλλο δεν μας αναστατώνει τόσο όσο μια διαστρεβλωμένη συνομιλία που ξεκινήσαμε με τις καλύτερες προθέσεις και κατέληξε να βγούμε όλοι χαμένοι, χαμένοι στο σκοτεινό βασίλειο των αρνητικών συναισθημάτων.

Το να λέμε κάτι και ο άλλος να το καταλαβαίνει διαφορετικά και εις βάρος μας, το να προσπαθούμε να βοηθήσουμε ή να προστατέψουμε κάποιον και εκείνος να μας θεωρεί καταπιεστικούς ή επιθετικούς, το να προσπαθούμε να μείνουμε διακριτικοί και σε απόσταση από ευγένεια και να μας θεωρούν κρύους, ντροπαλούς ή αδιάφορους, το να προσπαθούμε να βάλουμε ένα ρυθμό και μια τάξη στη κουβέντα της παρέας και να καταλήγουμε στο περιθώριο της κουβέντας, όλα αυτά είναι αποτυχίες συντονισμού ως προς το συνομιλητικό ύφος. Επειδή όμως δεν γνωρίζουμε τον ρόλο του συνομιλητικού ύφους στη σωστή επικοινωνία, η συνέπεια είναι τελικά να θεωρούμε λανθασμένα ότι δεν έχουμε ικανότητες επικοινωνίας και να υπονομεύεται η αυτοπεποίθησή μας για το κοινωνικό μας πρόσωπο.

Όλοι μας κουβαλάμε μέρος ή ατόφια την οικογενειακή κουλτούρα μας – την κουλτούρα των γονιών μας. Αν παραδείγματος χάριν, το να ρωτάμε αυτόματα κάθε φορά το “γιατί” σε μια πρόταση του άλλου είναι μέρος της οικογενειακής μας κουλτούρας ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο για τον άλλον, αυτό μπορεί να γίνει αφορμή για παρεξηγήσεις, και μπερδέματα. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτός ο άλλος θα θεωρήσει ότι απορρίπτουμε αμέσως την πολύ σαφή πρότασή του ή την καλή προσφορά του και ότι έτσι κλείνουμε την κουβέντα, ενώ εμείς την έχουμε ήδη αποδεχτεί και απλώς ανοίγουμε την κουβέντα.

Είναι άδικο για τις καλές μας προθέσεις όταν συμβαίνουν διάλογοι με ένταση σαν τους παρακάτω:
- Δεν πήγαμε στο πάρτι γιατί εσύ δεν ήθελες.
- Εγώ; Εγώ ήθελα. Εσύ ήσουν που ξίνισες τα μούτρα σου όταν σου είπα για την πρόσκληση.
ή το ίδιο σε μιαν άλλη εκδοχή, που ίσως προηγήθηκε:
- Θέλεις να πάμε στο πάρτι που μας κάλεσαν;
- Εντάξει.
- Δεν το λες με όρεξη. Θέλεις πραγματικά να πάμε;
- Θα με τρελάνεις. Ήμουν σαφής πως θέλω. Εσύ μάλλον δεν έχεις όρεξη ή δεν ξέρεις τι θέλεις.

Είναι επίσης πολύ συχνό ένας διάλογος να γεμίσει με την ένταση ενός άλλου σχετικού με το θέμα διαλόγου, ο οποίος προηγήθηκε κάποιες μέρες ή και μήνες πριν. Στον εγκέφαλό μας καταγράφονται επακριβώς τα συναισθήματα που νιώσαμε τότε και όχι επακριβώς τα λόγια που ανταλλάξαμε. Όταν λοιπόν στον τρέχοντα διάλογο αναφερθούμε στον διάλογο που προηγήθηκε, θα βάλουμε άλλα λόγια στο στόμα του άλλου και όχι αυτά που είπε, διότι τα ζωντανά συναισθήματά μας, υπογείως, θα μας υπαγορεύσουν διαστρεβλωμένα τα λόγια που έχουμε ξεχάσει. Φυσικά αυτό θα αποτελέσει προσβολή για τον άλλον και η κατάληξη μπορείτε να φανταστείτε ποια θα είναι.

Δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο 2010 στην εφημερίδα "Επαγγελματίας και Καταναλωτής".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου